ἠπητής

ἠπητής
ἠπ-ητής, οῦ, ,
A repairer, mender, Batr.184, POxy.2149.21 (ii/iii A.D.), v.l. in X.Cyr.1.6.16; condemned by Phryn.73; προστάτης τῶν ἠ. Sammelb.3939, cf. 3962: —fem. [suff] ἠπ-ήτρια, , needlewoman, UPZ91.16 (ii B.C.), POxy.1679.5 (iii A.D.), Hsch. ([pref] πίτ- cod.) ([dialect] Dor. [full] ἀπήτρια Id.):

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηπητής — ἠπητής, ό, θηλ. ἠπήτρια (Α) [ηπάομαι] επιδιορθωτής, επισκευαστής …   Dictionary of Greek

  • ἠπητής — repairer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπητήν — ἠπητής repairer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπάομαι — ἠπάομαι (Α) διορθώνω, επισκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η ) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής,… …   Dictionary of Greek

  • ηπητήριον — ἠπητήριον, το (Α) [ηπητής] βελόνα για ράψιμο δερμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”